- ερκείος
- ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) [έρκος]1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.)2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού, Σοφ.β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», Ευρ.)3. (ως προσωνυμία τού Διός) «Ζεὺς Ἑρκεῑος» — ο Ζευς, ο προστάτης τής οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας4. το αρσ. ως ουσ. α) ὁ Ἑρκεῑοςο Ζεύςβ) στον πληθ.οἱ Ἑρκεῑοιοι εφέστιοι θεοί5. φρ. «ἑρκεῑος βωμός» — ο βωμός τού Ερκείου Διός Πίνδ.).
Dictionary of Greek. 2013.